ὁμοπάτριος — by the same father masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπάτριος — α, ο (Α ὁμοπάτριος, ία, ιον, θηλ. και ος) αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πάτριος (< πατήρ, πατρός)] … Dictionary of Greek
ομοπάτριος — α, ο αυτός που γεννήθηκε από τον ίδιο πατέρα με άλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοπατρίων — ὁμοπάτριος by the same father fem gen pl ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάτριον — ὁμοπάτριος by the same father masc acc sg ὁμοπάτριος by the same father neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίοις — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίου — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίους — ὁμοπάτριος by the same father masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπατρίῳ — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάτριοι — ὁμοπάτριος by the same father masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… … Dictionary of Greek