ὁμοπάτριος

ὁμοπάτριος
ὁμο-πάτριος, α, ον, but ος, ον A.Pr.558(lyr.) :—
A by the same father, ἀδελφεός ([dialect] Att. -φός) Hdt.5.25, cf. Antipho 1.1, Lys.19.22, Pl.Lg.774e, etc.;

τὰν ὁ. Ἡσιόναν A.

l.c.;

ἀδελφαὶ ὁ. Is.11.2

, cf. Supp.Epigr.2.822 (Dura-Europus, i A. D.):—also [suff] ὁμο-πάτωρ [pron. full] [ᾰ], ορος, , , Pl.Lg.924e, Is.11.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοπάτριος — by the same father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοπάτριος — α, ο (Α ὁμοπάτριος, ία, ιον, θηλ. και ος) αυτός ή αυτή που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, αδελφός ή αδελφή από τον ίδιο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πάτριος (< πατήρ, πατρός)] …   Dictionary of Greek

  • ομοπάτριος — α, ο αυτός που γεννήθηκε από τον ίδιο πατέρα με άλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοπατρίων — ὁμοπάτριος by the same father fem gen pl ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπάτριον — ὁμοπάτριος by the same father masc acc sg ὁμοπάτριος by the same father neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπατρίοις — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπατρίου — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπατρίους — ὁμοπάτριος by the same father masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπατρίῳ — ὁμοπάτριος by the same father masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοπάτριοι — ὁμοπάτριος by the same father masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”